- ανάερος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που κινείται στον αέρα, μετέωρος: Το γεράκι στάθηκε για λίγο ανάερο.2. ανάλαφρος, άυλος: Είχε ένα σώμα ανάερο, σχεδόν άυλο.3. αυτός που δεν έχει αέρα, δεν αερίζεται καλά: Ένα δωμάτιο του σπιτιού ήταν ανάερο και δεν το χρησιμοποιούσαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.