ανάερος

ανάερος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που κινείται στον αέρα, μετέωρος: Το γεράκι στάθηκε για λίγο ανάερο.
2. ανάλαφρος, άυλος: Είχε ένα σώμα ανάερο, σχεδόν άυλο.
3. αυτός που δεν έχει αέρα, δεν αερίζεται καλά: Ένα δωμάτιο του σπιτιού ήταν ανάερο και δεν το χρησιμοποιούσαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάερος — (I) η, ο 1. αυτός που στέκεται ή κινείται στον αέρα, εναέριος, μετέωρος 2. αυτός που φαίνεται σαν να στέκεται στον αέρα ή να αποτελείται από αέρα, ανάλαφρος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αέρας]. (II) η, ο [αέρας] αυτός που δεν έχει αέρα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”